ανέν

ανέν
см. ανέ[ν]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανέν" в других словарях:

  • ανέ — (19ος αι.).Βέλγος φιλέλληνας. Στη μάχη του Πέτα, μαζί με τον Γερμανό φιλέλληνα Χέλμαν, αν και τραυματισμένοι, κατόρθωσαν με 23 άλλους φιλέλληνες να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές πολεμώντας με τις λόγχες τους και να σωθούν. * * * κ. ανέν κ.… …   Dictionary of Greek

  • NUPTIAE — a nubendo, quod nova Nupta seu Sponsa flammeô obnupta seu obvelata ad Sponsum olim deducebatur, Alias Matrimonium, Coniugium etc. erat viri et mulieris coniunctio legitima, vitae societatem continens, Ioh. Rosin. Antiqq. Rom. l. 9. c. 3. Quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κωλυσιεργός — ό(ν) (Α κωλυσιεργός, όν) αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη συντέλεση ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει κωλυσιεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός, ανεν εργός. Σύνθ. τού τύπου… …   Dictionary of Greek

  • λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • οχλητικός — ὀχλητικός, ή, όν (Α) οχλικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχλῶ μέσω αμάρτυρου *ὀχλητός που μαρτυρείται στα σύνθ. σε όχλητος (πρβλ. α όχλητος, ανεν όχλητος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυόχλητος — ον, Α πολύ ταραγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + όχλητος (< ὀχλῶ «κινώ, ενοχλώ»), πρβλ. ανεν όχλητος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»